διαγουμίζω [ðʝaγu’mizo]: λεηλατώ, αρπάζω [μσν. διαγουμίζω < μσν. διαγουμ(άς) ‘διαγουμιστής΄ -ίζω < τουρκ. yağma -ς ‘λάφυρα, διαρπαγή΄ (από τα περσ.) με παρετυμ. δια- και ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του χειλ. [m] ].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf