ΔΠΗ
διαβολεύω [ðjavo’levo]: (μτφ.) γρουσουζεύω. [διάβολ(ος) -εύω].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: