διάσελο, το [‘ðjaselo]

διάσελο, το [‘ðjaselo]: στενό πέρασμα: ‘Το διάσελο του Μαυρόβουνου’. [< δια + σελ(α) -ο].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *