δαύτος [‘ðaftos]

δαύτος, -η, -ο [‘ðaftos]: (αντων. προσ.) αυτός εδώ: ‘Tι περιμένεις από δαύτον;’ [μσν. δαύτος < εδαύτος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < έδ(ε) ‘να!΄ (< αρχ. ἴδε) + αύτος (συμφυρ. αρχ. αὐτός + αρχ. οyτος)].

Και: https://ilialang.gr/εδαύτος/


Δημοσιεύτηκε

σε

από