δαυλί, το [ða’vli]

δαυλί, το [ða’vli]: α. αναμμένο ή μισοκαμένο κομμάτι ξύλου, από αυτά που χρησιμοποιούσαν για θέρμανση ή για μαγείρεμα. β. (μτφ.) μεθάω: ‘Έγινα δαυλί από το κρασί’. [μσν. *δαυλί(ο)ν < υποκορ. του δαυλ(ός) -ί(ο)ν].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *