δασκαλίκι, το [ðaska’liki]

δασκαλίκι, το [ðaska’liki]: η ενασχόληση με τη διδασκαλία, το επάγγελμα του δασκάλου: ‘Tο δασκαλίκι δεν του πάει’ (η προσπάθεια κπ να παραστήσει τον ειδικό σε κάποιο θέμα). [δάσκαλ(ος) -ίκι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από