δανεικαριά, η [ðanika’rʝa]: ομάδα ατόμων που εργάζεται εθελοντικά στα χωράφια όσων ανήκουν σε αυτή την ομάδα. [δανεικ(ός) -αριά].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
δανεικαριά, η [ðanika’rʝa]: ομάδα ατόμων που εργάζεται εθελοντικά στα χωράφια όσων ανήκουν σε αυτή την ομάδα. [δανεικ(ός) -αριά].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
από
Ετικέτες: