δαγκάνω [ða’ŋgano]

δαγκάνω [ða’ŋgano]: δαγκώνω. [ελνστ. δαγκάνω < αρχ. δάκνω, με βάση τον αόρ. ἔδακον και ηχηροπ. του μεσοφ. [k])].


Δημοσιεύτηκε

σε

από