γρουμπούλι, το [γru’mbuli]

γρουμπούλι, το [γru’mbuli]: α. το εξόγκωμα. β. μικρή μάζα από χώμα ή από οποιοδήποτε υλικό. [< γρόμπ(ος) ‘εξόγκωμα στο δέρμα’ -ούλι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *