γρίβας, ο [‘γrivas]

γρίβας, ο [‘γrivas]: το ψαρί άλογο. [μσν. γρίβας ίσως < γοτθικό *grêwa ‘γκρίζος΄ -ς].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από