γρέντζο, το [‘γrendzo]

γρέντζο, το [‘γrendzo]: τραχιά επιφάνεια. [ιταλ grerri (πιθ metallic), πληθ του επιθ greggio ‘ακατέργαστος’ (για υλικό με ανώμαλη επιφάνεια, προτού υποστεί κατεργασία)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από