γούρνα, η [‘γurna]

γούρνα, η [‘γurna]: η μικρή στέρνα (πέτρινη) νερού από όπου πίνουν νερό τα ζώα. [μσν. γούρνα < *γόρν(η) μεταπλ. ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή του [r] ) < ελνστ. γρώνη ‘τρύπα, βαθούλωμα΄ με μετάθ. του [r] ].

Όπως και: https://ilialang.gr/στέρνα-η/

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *