γούρμος [‘γurmos]

γούρμος, -α, -ο [‘γurmos]: ο γινωμένος, ο ώριμος.


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *