γούβης, ο [‘γuvis]: α. νυχτοπούλι. β. (μτφ. μειωτ.) χαρακτηρισμό για άνθρωπο σκυθρωπό, βαρύ και λιγόλογο.
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf