γουρμάζω [γu’rmazo]

γουρμάζω [γu’rmazo]: α. ωριμάζω. β. χτυπάω άσχημα: ‘Θα σε γουρμάσω στο ξύλο’ (θα σε χτυπήσω πολύ).

Και: https://ilialang.gr/γουρμάω-γurmao/

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από