γουρλώνω [γu’rlono]

γουρλώνω [γu’rlono]: (μτφ.) πεινάω υπερβολικά. [μσν. *γουρλώνω (πρβ. μσν. γουρλομάτης) < *γρουλώνω (μετακ. του [r] ) < γρυλώνω ( [i > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή του [r] ) < ελνστ. γρύλλ(ος) ‘κωμική ζωγραφική φιγούρα΄ -ώνω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *