γουργουλάω [γurγu’lao]

γουργουλάω [γurγu’lao]: πεινάω πολύ: ‘Mε γουργουλάει η κοιλιά’. [ηχομιμητική].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: