ΔΠΗ
γουλί [γu’li]: (επιρρ.) κούρεμα μέχρι την ρίζα: ‘Με κούρεψε γουλί’.
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες:
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Σχόλιο *
Όνομα *
Email *
Ιστότοπος
Αφήστε μια απάντηση