γνεύω [‘γnevo]: κάνω νεύμα. [μσν. γνεύω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. γνεψ- κατά το σχ.: θρεψ- (έθρεψα) – θρέφω < αρχ. νεύω (ανάπτ. [γ] ;)].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
γνεύω [‘γnevo]: κάνω νεύμα. [μσν. γνεύω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. γνεψ- κατά το σχ.: θρεψ- (έθρεψα) – θρέφω < αρχ. νεύω (ανάπτ. [γ] ;)].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
από
Ετικέτες: