γλυκάδι, το [γli’kaði]: α. το ξίδι. β. (συνήθ. πληθ.) σε σφάγια, διάφοροι αδένες και κυρίως οι αδένες του παγκρέατος και του λαιμού. γ. τα λιπάκια που μένουν στο μαγειρεμένο κρέας και το νοστιμίζουν [μσν. γλυκάδιν < ελνστ. γλυκάδιον υποκορ. του αρχ. επιθ. γλυκύς (ευφ.)].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf