γλαριάζω [γla’rʝazo]

γλαριάζω [γla’rʝazo]: με πιάνει υπνηλία. [< γλαρ(ός) -ιάζω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες:

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *