γκριτζιανάω [gridzja’nao]

γκριτζιανάω [gridzja’nao]: γρατζουνάω.  [ηχομιμ.].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: