γκριτζάλα, η [gri’ndzala]

γκριτζάλα, η [gri’ndzala]: ξύλινη τσουγκράνα που χρησιμοποιείται για τη συλλογή σταφίδας. [ηχομιμ.].


Δημοσιεύτηκε

σε

από