γκρεμίλα, η [gre’mila]

γκρεμίλα, η [gre’mila]: ο γκρεμός. [γκρεμ(ός) -ίλα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *