γκομώλι, το [go’moli]

γκομώλι, το [go’moli]: σβώλος, λίθος.


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *