γκαβίζω [ga’vizo]

γκαβίζω [ga’vizo]: αλληθωρίζω. [γκαβ (ός) + -ίζω < βλάχ. gav(ŭ) ( [gá-] ) ‘τυφλός΄ -ος, μετακ. τόνου κατά τα στραβός, τυφλός].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από