γιούρτα, η [‘ʝurta]

γιούρτα, η [‘ʝurta]: γυναικείο πανωφόρι. ‘Φόρεσε τη γιούρτα της κι έφυγε’.

Και: https://ilialang.gr/γιούρντα-γυναικείο-πανοφόρι/

Βλ. επίσης: https://ilialang.gr/wp-admin/post.php?post=8104&action=edit


Δημοσιεύτηκε

σε

από