γιούρια [‘ʝurʝa]

γιούρια [‘ʝurʝa]: (επιφ.) προτρεπτικό για έφοδο ή ενθαρρυντικό για κάποια ομαδική προσπάθεια· εμπρός. [τουρκ. yürü ‘προχώρα΄-ια (στρατιωτική διαταγή, ρ. yürü, πρβ. γιουρούσι) -α (κατά την προστ. τρέχα) και ανάπτ. μεσοφ. [j] για αποφυγή της χασμ.].


Δημοσιεύτηκε

σε

από