γιούλι, το [‘ʝuli]: το παιδί, ο γιος. [< ίσως, μτφ. από το *ιούλι με τροπή [i > j] (σύγκρ. γιατρός) < αρχ. ἴ(ον) -ούλι]].
γιούλι, το [‘ʝuli]
από
Ετικέτες:
γιούλι, το [‘ʝuli]: το παιδί, ο γιος. [< ίσως, μτφ. από το *ιούλι με τροπή [i > j] (σύγκρ. γιατρός) < αρχ. ἴ(ον) -ούλι]].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση