γιορτάσι, το [ʝo’rtasi]

γιορτάσι, το [ʝo’rtasi]: η γιορτή, ο γιορτασμός: ‘Το γιορτάσι κράταγε πολύ’. [μσν. *γιορτάσιν ουσιαστικοπ. απαρέμφ. μέλλ. γιορτάσειν του ρ. γιορτάζω].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pd


Δημοσιεύτηκε

σε

από