γιομίδι, το [ʝo’miði]

γιομίδι, το [ʝo’miði]: α. η γέμιση του μπακλαβά. β. η προίκα που μετέφεραν οι νύφες από το πατρικό στο νέο τους σπίτι, την οποία μετέφεραν μέσα στις κασέλες. [γ(ε)ιομ(άτος) –ιδι].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από