γιομίδια, τα [ʝo’miðʝa]

γιομίδια, τα [ʝo’miðʝa]: άχρηστα κομμάτια ρούχων που χρησιμοποιούνται για γέμισμα (π.χ. μαξιλάρια): ‘Πάρε γιομίδια για το μαξιλάρι να γίνει πιο αφράτο’. [αρχ. γεμίζω ‘φορτώνω΄ < γιομ(ίζω) ίδια].

Και: https://ilialang.gr/γεμίδια-γιομίδια/


Δημοσιεύτηκε

σε

από