γιάτρατος [‘ʝatratos]

γιάτρατος, η, ο [‘ʝatratos]: για κοίτα τον: ‘Γιάτρατην πως κατεβαίνει!’ [για + αρχ. τηρ(ῶ) ‘παρατηρώ΄ (η σημερ. σημ. μσν.) μεταπλ. -άω].

Και: https://ilialang.gr/γιάρατος-ή-γιάτρατος/


Δημοσιεύτηκε

σε

από