γιάτρα [‘ʝatra]

γιάτρα [‘ʝatra]: κοίταξε, δες: ‘Γιάτρα τον πως πάει στον δρόμο’ [για + αρχ. τηρ(ῶ) ‘παρατηρώ΄ -α].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: