γητεύω [ʝi’tevo]: γιατρεύω κάποιον με διάφορα γιατροσόφια [μσν. γητεύω < αρχ. γοητεύω ‘μαγεύω΄, ίσως με ανάπτ. [j] για αποφυγή της χασμ.: γογητεύω και νέα διαίρεση σε (ε)γώ γητεύω ή απλολ. [γoji > j
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf