γεννοβολάου [ʝenovo’lau]

γεννοβολάου [ʝenovo’lau]: γεννώ συχνά [γεννοβολώ < γενν(ώ) -ο- + -βολ(ώ) -άου].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: