ΔΠΗ
γεννητάτος, -η, -ο [ʝeni’tatos]: γεννήθηκε με κουσούρι [αρχ. επίθ. γεννητ(ός) + άτος].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: