γελέκο, το [ʝe’leko]: γιλέκο [τουρκ. yelek -ο· γιλ-: τροπή [e > i] ίσως από λόγ. επίδρ. κατά το γαλλ. gilet].
γελέκο, το [ʝe’leko]
από
Ετικέτες:
γελέκο, το [ʝe’leko]: γιλέκο [τουρκ. yelek -ο· γιλ-: τροπή [e > i] ίσως από λόγ. επίδρ. κατά το γαλλ. gilet].
από
Ετικέτες: