γδυτολαίμα, η [γðito’lema]

γδυτολαίμα, η [γðito’lema]: η κότα που δεν έχει πούπουλα στον λαιμό [< γδυτ(ός) –ο- λαιμ(ός) -α].


Δημοσιεύτηκε

σε

από