γαϊδουρολάτης, ο [γaiðuro’latis]

γαϊδουρολάτης, ο [γaiðuro’latis]: αυτός που οδηγεί γάιδαρο. [μσν. *γαϊδουρολάτης (πρβ. μσν. γαδουρολάτης) < γαϊδουρο- + -λάτης].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από