γανώνω [γa’nono]

γανώνω [γa’nono]: επαλείφω με κασσίτερο χάλκινα σκεύη· (επι)κασσιτερώνω [μσν. γανώνω < ελνστ. γαν(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: ‘στιλβώνω, γυαλίζω, κάνω κτ. να λάμπει΄].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: