γαλίφης [γa’lifis]

γαλίφης, -α, -ικο [γa’lifis] θηλ. και γαλίφισσα [γa’lifisa]: που προσπαθεί να πετύχει αυτό που θέλει με γαλιφιές, με γλυκόλογα και καλοπιάσματα. [μσν. γαλίφ(ος) μεταπλ. -ης < ιταλ. gaglioffo (ίσως παρετυμ. γλείφω) -ς· γαλίφ(ης) -ισσα].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από