ΔΠΗ
γαλάρια, τα [γa’larʝa]: τα γεννημένα πρόβατα ή γίδια που έχουν γάλα. [γάλ(α) -άρια].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: