γίδι, το [‘γiði]

γίδι, το [‘γiði]: α. η κατσίκα. β. (μτφ.) ο απολίτιστος άνθρωπος. [μσν. γίδιν < αρχ. αἰγίδιον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. της λ. αἴξ ‘κατσίκα΄].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *