γέρνω [‘ʝerno]

γέρνω [‘ʝerno]: α. κοιμάμαι. β. παρακμάζω [μσν. γέρνω < γείρω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. γειρ- κατά το σχ.: σπειρ- (έσπειρα) – σπέρνω, συρ- (έσυρα) – σέρνω < αρχ. ἐγείρω ‘ξεσηκώνω΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και εξίσωση των αντίθετων σημασιών].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: