γέρμα, το [‘ʝerma]

γέρμα, το [‘ʝerma]: το ηλιοβασίλεμα: ‘Ο ήλιος είναι στο γέρμα του’.  β. (μτφ.) τα γηρατειά: ‘Tο γέρμα της ζωής’. [γέρ(νω) -μα].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από