βουτσέλι, το [vu’tseli]

βουτσέλι, το [vu’tseli]: α. μικρό βαρέλι. β. (μτφ.) παιδί χωρίς τρόπους. [βουτσ(ί) -έλι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *