βουντούχλας, ο [vu’duxlas]

βουντούχλας, ο [vu’duxlas]: παχύς άνθρωπος: ‘Αυτός είναι τελείως βουντούχλας’.


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *