βουλή, η [vu’li] (συνήθ. πληθ.): θέληση, απόφαση: ‘Έβαλε βουλή να με μάθει γράμματα’. [αρχ. βουλή ‘απόφαση ύστερα από σκέψη΄].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
βουλή, η [vu’li] (συνήθ. πληθ.): θέληση, απόφαση: ‘Έβαλε βουλή να με μάθει γράμματα’. [αρχ. βουλή ‘απόφαση ύστερα από σκέψη΄].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
από
Ετικέτες: