βολκός, ο [vo’lkos]: είδος πρόχειρης παγίδας από ξύλα και κλαδιά που την τοποθετούν στο βυθό ποταμιού ή λίμνης για να παγιδεύσουν ψάρια. (Κανελλακόπουλος).
βολκός, ο [vo’lkos]
από
Ετικέτες:
βολκός, ο [vo’lkos]: είδος πρόχειρης παγίδας από ξύλα και κλαδιά που την τοποθετούν στο βυθό ποταμιού ή λίμνης για να παγιδεύσουν ψάρια. (Κανελλακόπουλος).
από
Ετικέτες: